- θάψινος
- θάψῐνος, η, ον,A yellow-coloured, yellow, sallow,
γυνή Ar.V.1413
;κρόκη IG12.330.17
;χρῶμα Plu.Phoc.28
;χιτών Callix.2
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γυνή Ar.V.1413
;κρόκη IG12.330.17
;χρῶμα Plu.Phoc.28
;χιτών Callix.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θάψινος — θάψινος, η ον (Α) [θάψος] αυτός που έχει κίτρινο χρώμα, κίτρινος, ωχρός («θάψινος γυνή», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θάψος, αρχ. ονομασία φυτού από το ξύλο τού οποίου κατασκευαζόταν κίτρινη βαφή] … Dictionary of Greek
θάψινον — θάψινος yellow coloured masc acc sg θάψινος yellow coloured neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαψίνῃ — θάψινος yellow coloured fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)